φέρεθρον

φέρεθρον
τὸ, ΜΑ
βλ. φέρετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φέρετρο — το / φέρετρον, ΝΑ, και φέρεθρον και συγκεκομμένος τ. φέρτρον Α ξύλινο συνήθως κιβώτιο στο οποίο τοποθετείται ο νεκρός για να μεταφερθεί στον χώρο ταφής και στη συνέχεια να ταφεί, κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. φέρω) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”